Λύσα

Λύσα
Λύσᾱ , Λύση
fem nom/voc/acc dual
Λύσᾱ , Λύση
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λῦσα — λύω luo aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύσας — Λύσᾱς , Λύση fem acc pl Λύσᾱς , Λύση fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύσαν — Λύσᾱν , Λύση fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφαλός — ο και αφάλι, το 1. η κοιλότητα στο μέσο της κοιλιάς, ο ομφαλός 2. ο ομφάλιος λώρος 3. άξονας ή τρύπα στο μέσο εργαλείου κ.λπ. («ο αφαλός του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας») 4. η καντηλήθρα 5. φρ. α) «λύθηκε ο αφαλός μου» (από τα πολλά γέλια …   Dictionary of Greek

  • κατελώ — (Μ κατελῶ) καταλύω, αφανίζω, καταστρέφω νεοελλ. τρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. κατ έ λυσα τού καταλύω υποχωρητικά κατά το σχήμα κύλησα: κυλῶ] …   Dictionary of Greek

  • λῦσ' — λῦσαι , λύω luo aor imperat mid 2nd sg λῦσαι , λύω luo aor inf act λῦσα , λύω luo aor ind act 1st sg (homeric ionic) λῦσε , λύω luo aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύσαι — Λύση fem nom/voc pl Λύσᾱͅ , Λύση fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”